- ὀλίγαιμος
- ὀλίγαιμοςscant of bloodmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολίγαιμος — και ολιγόαιμος, η, ο (Α ὀλίγαιμος και ὀλιγόαιμος, ον) αυτός που πάσχει από ολιγαιμία, αυτός που παρουσιάζει ποσοτική ανεπάρκεια αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + αιμος (< αἷμα), πρβλ. πολύ αιμος] … Dictionary of Greek
ὀλίγαιμον — ὀλίγαιμος scant of blood masc/fem acc sg ὀλίγαιμος scant of blood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγαιμόταται — ὀλίγαιμος scant of blood fem nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγαιμότατος — ὀλίγαιμος scant of blood masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγαιμότεροι — ὀλίγαιμος scant of blood masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγαίμοις — ὀλίγαιμος scant of blood masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγαίμου — ὀλίγαιμος scant of blood masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγαίμους — ὀλίγαιμος scant of blood masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγαίμων — ὀλίγαιμος scant of blood masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλίγαιμα — ὀλίγαιμος scant of blood neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)